- ελληνόφρονας
- ο (AM ἑλληνόφρων)νεοελλ.αυτός που συμπαθεί τους Έλληνες και υποστηρίζει τα συμφέροντα και την πολιτική τουςαρχ.-μσν.ειδωλολάτρηςαρχ.ο αναθρεμμένος σύμφωνα με την ελληνική παιδεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.